- κάνειον
- κάνεον, κάνειον: tray, basket, for bread and meat, and for sacrificial barley, Od. 1.147, Od. 17.343.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κάνειον — lid of a vessel neut nom/voc/acc sg κάνεον basket of reed neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανείου — κάνειον lid of a vessel neut gen sg κάνεον basket of reed neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανείῳ — κάνειον lid of a vessel neut dat sg κάνεον basket of reed neut dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνεια — κάνειον lid of a vessel neut nom/voc/acc pl κάνεον basket of reed neut nom/voc/acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνεον — και επικ. τ. κάνειον και αττ. συνηρ. τ. κανοῡν, τὸ (Α) [κάννα] 1. είδος πλατιού και αβαθούς καλαθιού από πλεγμένα καλάμια, που τό χρησιμοποιούσαν για να τοποθετούν το ψωμί ή, κατά τις θυσίες, τα στέφανα, τους ουλοχύτας και το μαχαίρι τής θυσίας 2 … Dictionary of Greek